- εφτάφωτος
- -η, -οαυτός που έχει εφτά φώτα: Εφτάφωτο καντηλέρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εφτάφωτος — η, ο επτάφωτος, με επτά φώτα (φρ. «εφτάφωτος κηροστάτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + φωτος (< φως), πρβλ. αυτό φωτος, ετερό φωτος] … Dictionary of Greek
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek